- αλεστικός
- -ή, -ό (Μ ἀλεστικός, -ή, -όν) [αλεστής]1. ο σχετικός με την άλεση, ο χρήσιμος στο άλεσμα («αλεστική μηχανή»)2. (ο πληθυντικός ουδετέρου ως ουσιαστικό) τα αλεστικάη δαπάνη για το άλεσμα, η αμοιβή τού μυλωνά.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αλεστικός — ή, ό 1. αυτός που χρησιμεύει για την άλεση: Πήραν μια φτηνή αλεστική μηχανή. 2. το ουδ. στον πληθ. ως ουσ., τα αλεστικά η αμοιβή του μυλωνά για την άλεση: Ανέβηκαν φέτος τα αλεστικά … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αλεστής — ο 1. αυτός που αλέθει, ο μυλωνάς 2. αυτός που έρχεται στον μύλο για άλεσμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < αλέθω. ΠΑΡ. νεοελλ. αλεστικός] … Dictionary of Greek